- χρήση
- η / χρῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Αχρησιμοποίηση, μεταχείρισηνεοελλ.φρ. «οικονομική χρήση» — έννοια συναφής με εκείνην τού οικονομικού έτους, αλλά διευρυμένη, ώστε να περιλαμβάνει τον επί πλέον απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη τών εσόδων τα οποία βεβαιώθηκαν αλλά δεν εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια τού οικονομικού έτους, καθώς και για την πληρωμή τών εξόδων τα οποία αναλήφθηκαν αλλά δεν καταβλήθηκαννεοελλ.-μσν.(στη βυζ. μουσ.) η διαφορετική δομή μιας μελωδίαςμσν.-αρχ.δάνειοαρχ.1. χρησιμότητα («ἔστι ἀνέμων ὅτε πλείστη χρῆσις», Πίνδ.)2. στενή σχέση ή στενή συναναστροφή, ύπαρξη οικειότητας3. ερωτική συνεύρεση, συνουσία4. γραμμ. α) τρόπος σύνταξηςβ) παράδειγμα λέξης ή χρησιμοποίησης λέξης5. απάντηση μαντείου, χρησμός6. φρ. «ἔχω χρῆσιν» — είμαι χρήσιμος (Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τ. χρή* με την κατάλ. -σις τών αφηρημένων θηλ. και δηλώνει την πράξη, την ενέργεια τής αναζήτησης βοήθειας και τής χρησιμοποίησης της, σε αντιδιαστολή προς το ουδ. χρῆμα*, που δηλώνει αυτό στο οποίο καταφεύγει κανείς για βοήθεια. Η λ. εμφανίζει και άλλες ειδικότερες σημ. αντίστοιχες τού ρ. χρῶ / χρῶμαι (για τις σημ. αυτές βλ. λ. χρή)].
Dictionary of Greek. 2013.